-
1 εισβαινω
ион. и староатт. ἐσβαίνω1) входить, вступать(πρὸς νυμφεῖον Soph.; δόμους τινός Eur.)
ἐμοὴ οἶκτος εἰσέβη Soph. — жалость охватила меня2) (тж. εἰ. σκάφος и ἐς νῆα Her.) погружаться, садиться на корабль(εἴσβαινον καὴ ἐπὴ κληῖσι κάθιζον Hom.; εἰσέβησαν τῶν ἱππέων πολλοί Xen.)
3) погружать на корабль(ἑκατόμβην θεῷ Hom. - in tmesi)
4) вводить, приводить(τινά Eur.)
5) перен. попадатьἄτης πέλαγος ἐσβέβηκα Aesch. — я ввергнут в пучину бедствий;
τοιαῦτα εἰσέβην κακά Soph. — вот какие бедствия постигли меня
См. также в других словарях:
λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… … Dictionary of Greek
νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… … Dictionary of Greek